- ανορθογραφώ
- (-έω)κάνω ορθογραφικά σφάλματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανορθογραφώ — ησα, κάνω ορθογραφικά λάθη: Ανορθογραφούσε, αλλά δεν έκανε καμιά προσπάθεια να βελτιωθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)